γαρύετον

γαρύετον
γᾱρύετον , γηρύω
sing
pres imperat act 2nd dual (doric)
γᾱρύετον , γηρύω
sing
pres ind act 3rd dual (doric)
γᾱρύετον , γηρύω
sing
pres ind act 2nd dual (doric)
γᾱρύετον , γηρύω
sing
imperf ind act 2nd dual (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”